jaune
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jaune | jaunes |
jaune (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κίτρινος
- le papier est jaune - το χαρτί είναι κίτρινο
- la fièvre jaune - ο κίτρινος πυρετός
Ουσιαστικό επεξεργασία
jaune (fr)
- (χρώμα) κίτρινο (το χρώμα)
- jaune clair, jaune foncé - ανοιχτό κίτρινο, σκούρο κίτρινο
- ο απεργοσπάστης