jarmilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jarmilo | jarmiloj |
αιτιατική | jarmilon | jarmilojn |
jarmilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jarmilo | jarmiloj |
αιτιατική | jarmilon | jarmilojn |
jarmilo (eo)