jako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jako | jakoj |
αιτιατική | jakon | jakojn |
jako (eo)
- το σακάκι
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
jako (pl)
- σα, σαν, ως (για να δηλώσει το ρόλο, τη θέση την οποία κατέχει το υποκείμενο)
- ↪ pracuję jako kierowca - δουλεύω (σαν) οδηγός
Συγγενικά επεξεργασία
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
jako (cs)