jaĥto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jaĥto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jaĥto | jaĥtoj |
αιτιατική | jaĥton | jaĥtojn |
jaĥto (eo)
- το γιοτ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jaĥto | jaĥtoj |
αιτιατική | jaĥton | jaĥtojn |
jaĥto (eo)