item
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
item (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
item (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
item | items |
item (fr) αρσενικό
item (en)
item (fr)
ενικός | πληθυντικός |
item | items |
item (fr) αρσενικό