island
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
island | islands |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
island (en)
- (γεωγραφία) το νησί
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.
- Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.