Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική iskra iskry
γενική iskry iskier
δοτική iskrze iskrom
αιτιατική iskrę iskry
οργανική iskrą iskrami
τοπική iskrze iskrach
κλητική iskro iskry

  Ετυμολογία επεξεργασία

iskra < πρωτοσλαβική jьskra

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈiskra/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

iskra (pl) θηλυκό