iskra
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iskra | iskry |
γενική | iskry | iskier |
δοτική | iskrze | iskrom |
αιτιατική | iskrę | iskry |
οργανική | iskrą | iskrami |
τοπική | iskrze | iskrach |
κλητική | iskro | iskry |
Ετυμολογία επεξεργασία
iskra < πρωτοσλαβική jьskra
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
iskra (pl) θηλυκό