irito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | irito | iritoj |
αιτιατική | iriton | iritojn |
irito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | irito | iritoj |
αιτιατική | iriton | iritojn |
irito (eo)