Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

investigo < in + vestigo

  Ρήμα επεξεργασία

investigo (la) (investīgō1, investīgāvī, investīgātum, investīgāre)

Κλίση επεξεργασία