Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/inˈvɛ(ə)ɹi.əns/

  Ετυμολογία επεξεργασία

invariance < in- +‎ variant

  Ουσιαστικό επεξεργασία

invariance (en)