invado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | invado | invadoj |
αιτιατική | invadon | invadojn |
invado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | invado | invadoj |
αιτιατική | invadon | invadojn |
invado (eo)