Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
intrinsèque intrinsèques

  Επίθετο επεξεργασία

intrinsèque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συμφυής, που αποτελεί μέρος αυτού για το οποίο γίνεται λόγος
  2. εγγενής

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία