Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
intransitivité intransitivités

intransitivité (fr) θηλυκό

  1. λέγεται για ένα ρήμα του οποίου η δράση περιορίζεται στο υποκείμενο χωρίς να περνάει από οποιοδήποτε αντικείμενο
  2. (κατ’ επέκταση) το αμετάβατο