intransitivité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intransitivité | intransitivités |
intransitivité (fr) θηλυκό
- λέγεται για ένα ρήμα του οποίου η δράση περιορίζεται στο υποκείμενο χωρίς να περνάει από οποιοδήποτε αντικείμενο
- (κατ’ επέκταση) το αμετάβατο