intime
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intime | intimes |
intime (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intime | intimes |
intime (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : intimé |
ενικός | πληθυντικός |
intime | intimes |
intime (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intime | intimes |
intime (fr) αρσενικό ή θηλυκό