interview
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
interview < αγγλοσαξονική entreveue
Ουσιαστικό επεξεργασία
interview (en)
- συνομιλία
- συνέντευξη
- ανάκριση υπόπτου τέλεσης αδικήματος από την αστυνομία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interview | interviews |
interview (fr) θηλυκό