Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. ενδιάμεσος ή κενός χώρος
  2. το κενό

Συγγενικά επεξεργασία

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interstice interstices

  Ουσιαστικό επεξεργασία

interstice (fr) αρσενικό

  1. η χαραμάδα