interpretisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
interpretisto < interpreti + -isto
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpretisto | interpretistoj |
αιτιατική | interpretiston | interpretistojn |
interpretisto (eo)