Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interpretation interpretations

  Ετυμολογία επεξεργασία

interpretation < interpret + -ation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

interpretation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ερμηνεία, η εκδοχή, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητό ή εξηγείται κάτι
    This allows for many interpretations.
    Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
    That is a reasonable interpretation.
    Αυτό είναι μια λογική ερμηνεία.
    This interpretation is also possible.
    Κι αυτή η εκδοχή είναι δυνατή.

  Πηγές επεξεργασία