interim
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
interim (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interim | interims |
interim (en)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
interim (la)