interactive
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɪntərˈæktɪv/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪntɚˈæktɪv/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
interactive (en)
- διαδραστικός, αλληλεπιδραστικός, διαλογικός
- ↪ The most popular online games are interactive.
- Τα δημοφιλέστερα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι διαδραστικά.
- ↪ The most popular online games are interactive.