intensive
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
intensive < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική intensif < λατινική intensivus < intendere
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
intensive (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
(οικονομία)
(πληροφορική)