intended
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
intended (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιδιωκόμενος
- ↪ the intended result - το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
- που προορίζεται
- ↪ This dictionary is intended for Greek speakers who are learning English.
- Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
- ↪ This dictionary is intended for Greek speakers who are learning English.
Αντώνυμα επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
intended (en)