Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
intérimaire intérimaires

  Επίθετο επεξεργασία

intérimaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναπληρωτικός
  2. αναπληρωτής