intérêt
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intérêt | intérêts |
intérêt (fr) αρσενικό
- το ενδιαφέρον
- το συμφέρον
- ο τόκος
ενικός | πληθυντικός |
intérêt | intérêts |
intérêt (fr) αρσενικό