Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

insularité (fr) θηλυκό

  1. η νησιώτικη ιδιομορφία ενός κράτους που αποτελείται από ένα ή πολλά νησιά
  2. ο νησιώτικος χαρακτήρας, η νησιωτικότητα