instanco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instanco | instancoj |
αιτιατική | instancon | instancojn |
instanco (eo)
- li renkontis funkciulojn de diversaj instancoj, συνάντησε υπαλλήλους διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών