Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inseparably < inseparable + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

inseparably (en)

  • αδιαχώριστα
    The Greek spirit is closely and inseparably tied to the concept of freedom.
    Το ελληνικό πνεύμα είναι στενά και αδιαχώριστα δεμένο με την έννοια της ελευθερίας.

  Πηγές επεξεργασία