inoperable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
inoperable (en) (χωρίς παραθετικά)
- μη χειρουργήσιμος, μη εγχειρήσιμος
- ↪ The patient was considered inoperable.
- Ο ασθενής κρίθηκε μη εγχειρήσιμος.
- ↪ The patient was considered inoperable.