Δείτε επίσης: enumerate

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

innumerate < in + numerate

  Επίθετο επεξεργασία

  1. αμαθημάτιστος, μαθηματικά αναλφάβητος
  2. (συγγενική σημασία) αγεωμέτρητος