Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
innocuité innocuités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

innocuité (fr) θηλυκό

  • η ιδιότητα ενός πράγματος να μην προκαλεί βλάβη