Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

innéité < inné

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
innéité innéités

innéité (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία