Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
injouable injouables

  Επίθετο επεξεργασία

injouable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν μπορεί να παιχτεί, να εκτελεστεί
    un morceau injouable