inject
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
inject (en)
- κάνω ένεση (σε κάποιον)
- εμψεκάζω
- εγχέω
- εμβάλλω
- (πληροφορική) μη μόνιμη παρεμβολή κώδικα σε προϋπάρχοντα κώδικα με σκοπό τη προσωρινή μεταβολή της λειτουργικότητάς του