Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

inhalation (en)

  1. η εισπνοή



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inhalation inhalations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

inhalation (fr) θηλυκό

  1. η εισπνοή

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη inhaler