Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

infuzita < infuz- + -it- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική infuzita infuzitaj
αιτιατική infuzitan infuzitajn

infuzita (eo)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

infuzita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος infuzi