Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

infuziĝi < infuz- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα infuziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας infuziĝas infuziĝanta infuziĝata
αόριστος infuziĝis infuziĝinta infuziĝita
μέλλοντας infuziĝos infuziĝonta infuziĝota
υποθετική infuziĝus - -
προστακτική infuziĝu - -

infuziĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία