Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
influx influxes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

influx (en) (συνήθως στον ενικό)

  • η συρροή, η εισροή, πολλοί άνθρωποι, χρήματα ή πράγματα φτάνουν κάπου
    the influx of capital/wealth/tourists - η συρροή/εισροή κεφαλαίων/πλούτου/τουριστών

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

influx < δημώδης λατινική influxus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

influx (fr) αρσενικό άκλιτο

  • υποθετικό ρευστό που μεταδίδει μια δύναμη ή ενέργεια
Influx nerveux. - Μετάδοση ερεθισμού μέσω των νεύρων.