influenza
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- influenza < (άμεσο δάνειο) ιταλική influenza
Ουσιαστικό επεξεργασία
influenza (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- influenza - Oxford Learner's Dictionaries
- influenza - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
influenza | influenzas |
Ετυμολογία επεξεργασία
- influenza < (άμεσο δάνειο) ιταλική influenza
Ουσιαστικό επεξεργασία
influenza (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη influer
Πηγές επεξεργασία
- influenza - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- influenza - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- influenza < (κληρονομημένο) μεσαιωνική λατινική influentia (επιρροή) < λατινική influens (ρέων), μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος influo < in- + fluo
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη μεσαιωνική λατινική influentia
Ουσιαστικό επεξεργασία
influenza (it) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- influenza - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).