Δείτε επίσης: infliction

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inflection inflections

  Ουσιαστικό επεξεργασία

inflection (en)

  1. (γραμματική) κλίση
  2. διακύμανση φωνής, τόνος
     συνώνυμα:: stress, intonation

  Πηγές επεξεργασία