Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indomptable < in- + domptable

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
indomptable indomptables

indomptable (fr) αρσενικό ή θηλυκό