Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indivíduo (pt) από το υστερολατινικό individuus

  Επίρρημα επεξεργασία

indivíduo (pt)

  1. άτομο
  2. μονάδα, ένας (και για ζώα)
  3. κάποιος, όταν δεν θέλετε ή δεν χρειάζεται ή δεν μπορείτε να αναφέρετε το όνομά του