Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

indiscreet (en)

  1. αδιάκριτος
  2. αυτός που δεν προσέχει την συμπεριφορά του ή τα λόγια του με αποτέλεσμα να προσβάλλει να προκαλεί ενόχληση στους άλλους
    his indiscreet glance at his wristwatch annoyed his interlocutors