Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indiko < indik + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική indiko indikoj
αιτιατική indikon indikojn

indiko (eo)

la letero devas havi la indikon...
το γράμμα πρέπει να φέρει την ένδειξη..