Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 

indent (en)

  1. (σε κείμενο) εσοχή

  Ρήμα επεξεργασία

indent (en)

  1. (σε κείμενο) δημιουργώ εσοχή

Συγγενικά επεξεργασία