indétermination
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
indétermination | indéterminations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
indétermination (fr) θηλυκό
- το απροσδιόριστο
- η αναποφασιστικότητα
- η ακαθοριστία, το ακαθόριστο
ενικός | πληθυντικός |
indétermination | indéterminations |
indétermination (fr) θηλυκό