indécrochable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
indécrochable | indécrochables |
Επίθετο επεξεργασία
indécrochable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να αποκτηθεί εύκολα
ενικός | πληθυντικός |
indécrochable | indécrochables |
indécrochable (fr) αρσενικό ή θηλυκό