Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
indécrochable indécrochables

  Επίθετο επεξεργασία

indécrochable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα
  2. (μεταφορικά) που δεν μπορεί να αποκτηθεί εύκολα