Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.ky.ʁi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
incurie incuries

incurie (fr) θηλυκό