incontinence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
incontinence (en)
- (παρωχημένο) η έλλειψη αυτοσυγκράτησης
- (ιατρική) η ακράτεια (ούρων ή κοπράνων)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.kɔ̃.ti.nɑ̃s/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incontinence | incontinences |
incontinence (fr) θηλυκό
- η ακράτεια