Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

incontinence (en)

  1. (παρωχημένο) η έλλειψη αυτοσυγκράτησης
  2. (ιατρική) η ακράτεια (ούρων ή κοπράνων)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.kɔ̃.ti.nɑ̃s/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
incontinence incontinences

incontinence (fr) θηλυκό