Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
incompatibilité incompatibilités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

incompatibilité (fr) θηλυκό

  1. το ασυμβίβαστο
  2. η ασυμβατότητα

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία