incidence
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.si.dɑ̃s/
Ετυμολογία επεξεργασία
- incidence < incident
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incidence | incidences |
incidence (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
incidence | incidences |
incidence (fr) θηλυκό